Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

όνομα ενοίκου: Ο χρόνος.

Το σπίτι έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Εν μέρει ἠταν. Οι άνθρωποι το εγκατέλειψαν αδιάφορα. Οι άλλοτε κατάλευκοι ασβεστωμένοι τοίχοι είχαν μαυρίσει απ᾽ την υγρασία και τα πορτοπαράθυρα, ξεχαρβαλωμένα πια, άφηναν το εσωτερικό του σπιτιού εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης. Μόνο κάτι δεκαοχτούρες φώλιαζαν στο παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα. Χρόνια τώρα δε ζούσε εκεί κανείς. Σχεδόν κανείς.
Κάποιος υπήρχε εκεί. Ήταν ο χρόνος. Βρήκε απάγκιο μια νύχτα που η θύελλα λυσσομανούσε κι όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους από νωρίς. Μόλις φύσηξε ο λίβας κατά το σούρουπο, οι νοικοκυρές έτρεξαν να μαζέψουν τις απλωμένες μπουγάδες απ᾽ τα σχοινιά κι όσοι ήταν στο δρόμο βιάστηκαν να γυρίσουν στο σπίτι ή να μπουν σε κάποιο καφενείο ή κάποιο μαγαζί με σουβενίρ (απ᾽ τα τελευταία που είχαν μείνει ανοιχτά Σεπτέμβρη μήνα).
Ο χρόνος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να καταφύγει εκεί για να μην παρασυρθεί μακριά (κι αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε). Είχε σκοπό να μείνει στις κοντινές περιοχές, γιατί σε λίγες μέρες άρχιζαν οι εμποροπανηγύρεις και του άρεσε πολύ να τριγυρνάει ανάμεσα στους πάγκους. Ν᾽ απολαμβάνει τη χαώδη κατάσταση με τις φωνές των εμπόρων που διαλαλούν την πραμάτεια τους και τους γονείς που φωνάζουν στα μικρά παιδιά να μην απομακρυνθούν, γιατί την επόμενη φορά δε θα τους αγοράσουν μαλλί της γριάς και καραμελωμένο μήλο.
Στο σπίτι αυτό δεν είδε κανείς το χρόνο να μπαίνει, μα ούτε να κυκλοφορεί στα δωμάτια ή έξω απ᾽ αυτά. Μόνο κάτι σκυλιά γαύγιζαν με τις ώρες απ᾽ έξω μέχρι να κουραστούν.
Το σπίτι είχε μια σκάλα εξωτερική, σιδερένια, στριφογυριστή. Σαν κι αυτές που στις παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες αποκαλούσαν «σκάλα υπηρεσίας». 
Όταν νύχτωνε συνήθως, ο χρόνος την ανέβαινε για να φτάσει στην ταράτσα. Εκεί καθόταν για να σκεφτεί. Κι οι νύχτες κυλούσαν αργά τότε. Λες κι ο χρόνος σταμάτησε, θα έλεγε κάποιος. Κι έτσι ήταν. Η ισορροπία ερχόταν ξανά όταν ο χρόνος κατέβαινε τη σκάλα. Ο μεταλλικός ήχος απ᾽ τα βήματά του στα σκαλιά τη ζωήρευε. Κι ας ήξερε πως ο χρόνος ήταν περαστικός από κει. Φιλοξενούμενος. Κι ας ήξερε πως όταν φύγει κανείς δε θα τη χρησιμοποιήσει πια. Σχεδόν κανείς.